-
1 παρ-αιτέομαι
παρ-αιτέομαι, dep. med., 1) erflehen, erbitten, durch Bitten erlangen; τί παραιτεῖται χάριν, Pind. N. 10, 30; ϑεοὺς ἐγχωρίους λιταῖς παραιτοῦ τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν, Aesch. Suppl. 516, vgl. Ch. 772; mit doppeltem accus., ἓν δ' αὐτοὺς παραιτησώμεϑα, Ar. Equ. 37; u. in Prosa, παραιτήσαντο αἱ γυναῖκες ἐςελϑεῖν ἐς τὴν ἑρκτήν, Her. 4, 146, vgl. 158; συγγνώμην παραιτέετο τὸν ϑεὸν αὐτῷ σχεῖν τῶν ῥηϑέντων, 6, 86; πα-ραίτησιν παραιτεῖσϑαι, Plat. Critia. 107 a; τρίτον ἔτι σε σμικρόν τι παραιτήσομαι, Soph. 242 a; παραιτήσῃ τοὺς ϑεούς σοι συγγνώμονας εἶναι, durch Bitten versöhnen, besänftigen, Xen. Mem. 2, 2, 14 (vgl. παραιτοῦμαί σε συγγνώμην ἔχειν, Men. bei E. M. 652, 22); Her. 3, 132 u. Folgde, oft auch mit folgdm μή, Thuc. 5, 63; Plat. Rep. III, 387 b. – 2) durch Bitten ablehnen, verbitten, τί, Plat. Prot. 358 a; Dem. Mid. 5 u. häufig bei Sp., wie Plut.; auch = ausweichen, verschmähen, πόνους Them. 3, πόλεμον Pericl. 23; u. ä. auch ἄρχοντας, Ἔφορον, ablehnen, Pol. 5, 27, 3. 33, 2; φυγάς, Eur. Med. 1154, d. i. daß man nicht verbannt werde; αἰκίαν, Pol. 1, 80, 8, öfter; vgl. noch Andoc. 1, 31. 3, 21; – durch Bitten frei machen, erbitten, ψυχήν, Her. 1, 24; τινά, losbitten, 3, 119; Pol. 4, 51, 1; vgl. auch κτεῖν', οὐ παραι-τοῦμαί σε, Eur. Heracl. 1025; Ar. Vesp. 1257; τὰς μὲν τοιαύτας ἐπιχειρήσεις παραιτητέον, S. Emp. adv. phys. 2, 118; – περί τινος, für Einen bitten, Xen. An. 6, 4, 29.
См. также в других словарях:
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek